Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ (Με, κατ΄ εξαίρεσιν, «αίσιο τέλος»)

Μια ιστορία που αξίζει ν’ ακουστεί, να γίνει γνωστή, η ιστορία ενός ανθρώπου που διατρέχει όλες των ποικίλων ειδών σύγχρονες συμπληγάδες (οι οποίες εξοντώνουν χιλιάδες καθημερινά) καταφέρνοντας, στο τέλος, να φτάσει στην δική του «Ιθάκη», εξόριστη και αυτή από τον τόπο καταγωγής σε μιαν άλλη και κατ΄ ουδένα τρόπο φιλόξενη ήπειρο. Μια ιστορία στην οποία διαπλέκονται η σύγχρονη μοίρα του μετανάστη και του πρόσφυγα στην προσπάθειά του να περάσει τα σύνορα προς την Ευρώπη του «Διαφωτισμού» (προσδοκώντας να βρει την στοιχειωδώς φιλόξενη υποδοχή και αναγνώριση των πάλαι ποτέ «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εντός αυτής), με αυτή του ατόμου με ψυχιατρική εμπειρία, ή με ποικίλων ειδών αναπηρίες, του κατ΄ αναλογίαν «μετανάστη που διασχίζει τα σύνορα της κατεστημένης κανονικότητας», για να εναποτεθεί στη δικαιοδοσία, πλέον, των εντεταλμένων προς τούτο κυρίαρχων θεσμών.



Ο Ziad περιφερόταν στους δρόμους της Αθήνας, απ΄ όπου, τον Νοέμβρη του 2013, τον «μάζεψε» η αστυνομία, καθώς δεν μιλούσε, δεν επικοινωνούσε, είχε παράξενη συμπεριφορά και αυτονόητα τον έφερε, πού αλλού, στο Δαφνί, ενεργοποιώντας διαδικασίες ακούσιας νοσηλείας. Πέρασαν μήνες χωρίς να ξέρουμε το όνομα του, από πού ήταν, δεν μιλούσε παρά ελάχιστα, με «ακατάληπτες» λέξεις, αλλά σχεδόν πάντα, στα στοιχειώδη της άμεσης επικοινωνίας, για το εδώ και τώρα, καταλάβαινε ό,τι του λέγαμε, ενώ εκείνος, με εκφραστικές και ακριβείς χειρονομίες, μας υποδείκνυε τι ήθελε (καφέ, γλυκό, νοιάξιμο, στοργή). Μια ιδιαίτερη συνήθειά του ήταν να θέλει να ακουμπάει τον άλλο, όλους τους άλλους, εν είδει χαδιού - και το περιβάλλον του ψυχιατρείου δεν ήταν πάντα σε θέση να καταλάβει και ν΄ αποδεχτεί αυτή την ανάγκη του «ν΄ ακουμπήσει τον άλλο».
Στα επίσημα έγγραφά μας, «κινητικές στερεοτυπίες», «διαταραχές εκπομπής του λόγου», «εξαρτητική συμπεριφορά», «μειωμένη αυτοφροντίδα». Το μόνο που, σ΄ όλο αυτό διάστημα, καταφέραμε να μάθουμε ήταν ότι είχε νοσηλευτεί για δύο μήνες (Αύγουστος-Οκτώβριος 2012) στη Νευρολογική του νοσοκομείου Νικαίας όπου του είχαν γίνει κάποιες εξετάσεις (που είχαν δείξει «αποτιτανωμένη δυσπλασία αριστερού κροταφικού λοβού») και απ΄ όπου μια μέρα ξαφνικά έφυγε και χάθηκε στους δρόμους. Και είναι ενδιαφέρον ότι ένας άνθρωπος στην κατάσταση του (22χρονου τότε) Ziad περιφερόταν για πάνω από ένα χρόνο στους δρόμους της Αθήνας χωρίς να υποπέσει σε κανενός την προσοχή ότι έχρηζε βοήθειας αλλά, το πιο σημαντικό, και έχοντας καταφέρει να επιβιώσει.
Η κατάσταση προχωρούσε στην κατεύθυνση μιας «αναμονής χωρίς προσδοκίες» μέχρις ότου, μετά έξη μήνες, κάποιοι από την κουρδική κοινότητα που τον έψαχναν, πέρασαν και από το Δαφνί και ρωτούσαν γι΄ αυτόν. Και το πιθανότερο είναι ότι θα έφευγαν και από εδώ άπρακτοι αν εκείνη τη στιγμή, τελείως τυχαία, δεν περνούσε από το σημείο όπου ρωτούσαν, ένας νοσηλευτής από το 9ο ΨΤΕ (όπου νοσηλευόταν ο Ziad) ο οποίος άκουσε την περιγραφή που έκαναν και αμέσως τους ενημέρωσε ότι ο Ziad ήταν εκεί. Τότε έγινε γνωστό ποιος ήταν, το όνομά του, ότι ήταν Κούρδος από τη Συρία με την οικογένειά του να βρίσκεται στη Γερμανία, να τον ψάχνει και να θέλει με κάθε τρόπο να τον έχει κοντά της. Μια ιστορία που, στην ολότητά της, μας έγινε γνωστή μόλις φέτος, στα τέλη του Ιουνίου 2015, όταν ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες που επέτρεψαν σε συγγενείς του να έλθουν για τον πάρουν, επιτέλους, στη Γερμανία. Ο Ziad προερχόταν από το Κομπάνι. Τότε, ακόμα κι΄ αν μας το είχαν πει, οι περισσότεροι δεν θα ξέραμε τι είναι το Κομπάνι.

Σήμερα… ξέρουμε. Ηταν ένα από το 8 παιδιά μιας οικογένειας (ο πατέρας είχε πεθάνει αμέσως μετά την γέννηση του τελευταίου παιδιού) που είχε αρχίσει, πριν τρία χρόνια, εν μέσω των αιματηρών συγκρούσεων στη περιοχή, να παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς. Τα ένα μετά το άλλο, τα περισσότερα από τα αδέλφια κατάφεραν βρεθούν στη Γερμανία. Ο Ziad, που είχε επιληπτικές κρίσεις από ηλικίας 2 ετών (και ενώ αρχικά μιλούσε και επικοινωνούσε κανονικά, όσο περνούσαν τα χρόνια, η ομιλία του γινόταν όλο και πιο δύσκολη) ήταν εκείνο από τα αδέλφια που η μητέρα, ακολουθώντας τα περισσότερα από τα παιδιά της, αποφάσισε να πάρει μαζί της φεύγοντας και αυτή με προορισμό τη Γερμανία, περνώντας από την Τουρκία και μετά από την Ελλάδα. Ηταν εδώ που συνελήφθη ως «χωρίς χαρτιά» και κρατήθηκε. Με τους συνήθεις τρόπους, αυτούς ακριβώς που γεννά η ευρωπαϊκή πολιτική αντιμετώπισης των μεταναστών και των προσφύγων, έγινε δυνατό o Ziad να παραληφθεί από κάποιον «κύριο» και να καταφέρει να φτάσει στην Ιταλία απ΄ όπου ο εν λόγω «κύριος» τηλεφώνησε στους συγγενείς του ζητώντας περισσότερα χρήματα για να τον μεταφέρει μέχρι την Γερμανία.

Οταν του λέχθηκε ότι είχαν εξαντληθεί και οι τελευταίες οικονομίες τους και ότι δεν υπήρχαν άλλα χρήματα, ο εν λόγω «κύριος» άφησε το Ziad στο αεροδρόμιο και εξαφανίστηκε. Εκεί τον βρήκαν οι εξίσου «φιλόξενες» ιταλικές αρχές και τον επέστρεψαν στην «χώρα εισόδου» ως «παράνομο μετανάστη». Από το σημείο αυτό η οικογένεια έχασε τα ίχνη του και άρχισε να τον ψάχνει και είναι από εκείνη την περίοδο που βρέθηκε εγκαταλειμμένος στους δρόμους της Αθήνας και εν συνεχεία στο Δαφνί. (Η μητέρα του κατάφερε κάποια στιγμή να περάσει και αυτή στην Γερμανία, αλλά χωρίς, φυσικά, τον Ziad, που τον είχε χάσει). Όταν έγινε γνωστό ποιος ήταν και υπήρξαν, μέσω των συγγενών πλέον, τα στοιχεία που τον ταυτοποιούσαν, ανέλαβε την υπόθεση κοινωνική λειτουργός του 9ου μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου του ΥΠΡΟΠΟ.

Μια απίστευτη γραφειοκρατία κράτησε, για (άλλους) έξη μήνες, την όλη υπόθεση της επανασύνδεσης του Ziad με τη οικογένειά του στη Γερμανία, στο «ψυγείο», ζητώντας να υπάρξει αίτηση από τον ίδιο, αρνούμενη την ανάληψη της υπόθεσης από τις υπηρεσίες του ψυχιατρείου (όπως τους προτάθηκε, αφού ξέραμε πια ποιος ήταν), αλλά ακόμα και από την οικογένειά του, που ήταν ανά πάσα έτοιμη να έλθει να κάνει όλες τις αναγκαίες ενέργειες και να τον παραλάβει. Τι πιο φυσικό να έλθει η μητέρα να πάρει το παιδί της, ή ο αδελφός τον αδελφό του. Όχι… σύμφωνα με τους γραφειοκράτες που λειτουργούν στην λογική της απόρριψης και όχι της διευκόλυνσης των αιτημάτων ασύλου και της επανένωσης των οικογενειών, έπρεπε ίδιος ο Ziad, στην κατάσταση που ήταν, να κάνει αίτηση και, αν δεν μπορούσε, να οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης που θα ενεργούσε εξ΄ ονόματος αυτού. Όχι γιατί θα τον ήξερε, θα ενδιαφερόταν και θα ενεργούσε για την προστασία του, αλλά για να υπάρχει κάτι το απλώς γραφειοκρατικά προβλεπόμενο. Αλλά ο ορισμός δικαστικού συμπαραστάτη απαιτούσε διαδικασίες, απαιτούσε να βρεθεί ένα άτομο στα πλαίσια ενός φορέα, οικονομικά μέσα για τα δικαστικά έξοδα, καθώς και χρόνο μέχρις ότου καταστεί δυνατός.
Όχι μόνο από υπαλλήλους στην Υπηρεσία Ασύλου, αλλά ακόμα και από την Γραμματεία Δικαστικής Συμπαράστασης υπήρξε μια σαφής προφορική δήλωση ότι «η Υπηρεσία Ασύλου θα μπορούσε μαζί μας, για αυτό και μόνο το περιστατικό, να συνεργαστεί διαφορετικά». Αλλά οι εντεταλμένοι του Δουβλίνου προϊστάμενοί ήταν ανένδοτοι. Τελικά, τον Νοέμβρη του 2014 η υπόθεση ανατίθεται στην ΜΚΟ «Κέντρο Συμπαράστασης Παλιννοστούντων και Μεταναστών - Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων» (ecclesia.gr) για την προώθηση των διαδικασιών για ορισμό δικαστικού συμπαραστάτη,

Και εδώ υπήρξε αρχικά πρόβλημα καθώς δεν υπήρχαν τα οικονομικά μέσα για την χρηματοδότηση της όλης διαδικασίας, κάτι που έγινε δυνατό, ύστερα από επίμονες και εργώδεις προσπάθειες, να παρακαμφθεί. Είναι μόνο χάρη στις κοινές προσπάθειες, από εδώ και πέρα, της κοινωνικής λειτουργού του 9ου ΨΤΕ, με την δικηγόρο (της ως άνω ΜΚΟ) η οποία ανέλαβε τελικά ως δικαστική συμπαραστάτης, που επιταχύνθηκαν οι αρχικά εμφανιζόμενες ως αμετακίνητος τοίχος διαδικασίες και έγινε δυνατόν ο Ziad να επιστρέψει, την 1η Ιούλη στην οικογένειά του, που ζει στην Βρέμη της Γερμανίας.

Ενας αδελφός του, μαζί με τη γυναίκα του, που όλη αυτή την περίοδο ήταν σε επαφή και συνεργασία με τις προσπάθειες που γίνονταν εδώ, ήλθαν και τον παρέλαβαν από το 9ο ΨΤΕ. Ο Ziad, που μιλούσε όλο και λιγότερο και εμφανιζόταν, όσο περνούσε ο καιρός, όλο και πιο «αποδιοργανωμένος», μίλησε μαζί τους πολύ περισσότερο. Μίλησε στη μητρική του γλώσσα του. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν ήταν ο χαμένος, ο παράξενος,. Είχε τη θέρμη και τη χαρά αυτού που ξαναβρήκε και αναγνώρισε την οικογένειά του. Χρειάστηκε να φιλοξενηθεί για ενάμιση χρόνο στο Δαφνί, αν και δεν είχε ανάγκη ψυχιατρικής νοσηλείας, γιατί αν δεν γινόταν αυτό, θα είχε οριστικά χαθεί στους δρόμους, στο όνομα των κυρίαρχων κανόνων που ορίζουν ποιοί χωράνε σ΄ αυτούς και ποιοί δεν χωράνε και έτσι εξοβελίζονται στον χώρο των «ανάξιων να ζουν». Η ιστορία αυτή μιλάει για όλα όσα αυτή τη στιγμή συγκροτούν και διέπουν το σύστημα αντιμετώπισης των μεταναστών και των προσφύγων, όχι μόνο γι΄ αυτούς που το σύστημα αυτό πνίγει στα νερά της Μεσογείου, αλλά και για αυτούς που υποτίθεται ότι γλύτωσαν τον πνιγμό στην θάλασσα για να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό πνιγμό των στρατοπέδων, του ρατσισμού, της κοινωνικής απόρριψης.

Μιλά για την απανθρωποποιημένη Ευρώπη με τους διάσπαρτους φράχτες και τα υψωμένα σύνορα, αλλά και για την, συνήθως αφανή, καθημερινή δουλειά κάποιων λειτουργών εντός των υπαρχόντων (ακόμα) υπηρεσιών που, βάζοντας τον άνθρωπο (το «ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο») και τις ανάγκες του ως προτεραιότητα της δουλειάς τους, μπορούν, ενίοτε, να υπερβαίνουν και ν΄ ανοίγουν δρόμους μέσα, και πέρα, από τα σύνορα αυτά.

7 Ιουλίου 2015

Θ. Μεγαλοοικονόμου

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More